- σπεκουλάρω
- (λ. ιταλ.), σπεκουλάρισα, κερδοσκοπώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπεκουλάρω — σπεκουλάρω, σπεκουλάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπεκουλάρω — Ν 1. κερδοσκοπώ 2. μτφ. εκμεταλλεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. speculare «παρατηρώ, υπολογίζω»] … Dictionary of Greek
σπεκουλάρισμα — το, Ν [σπεκουλάρω] 1. κερδοσκοπία 2. μτφ. εκμετάλλευση … Dictionary of Greek